- φαιδιμοεις
- φαιδιμόειςφαιδῐμόεις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαιδιμόεις — φαίδιμος shining masc nom sg φαιδιμόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδιμόεις — εσσα, εν, Α φαίδιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού επιθ. φαίδιμος σχηματισμένος με την κατάλ. όεις* για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
φαιδιμόεντες — φαίδιμος shining masc nom/voc pl φαιδιμόεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)